Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξυλόπροκα — η ξύλινη πρόκα που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή παπουτσιών … Dictionary of Greek
γομφίσκος — ο [γόμφος] μικρό ξύλινο καρφί, ξυλόπροκα … Dictionary of Greek